- τραυματολογία
- η1. τμήμα της χειρουργικής που καταγίνεται με τα τραύματα.2. επιστημονική πραγματεία για τα τραύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραυματολογία — η, Ν 1. ιατρ. κλάδος τής χειρουργικής με αντικείμενο τη μελέτη τής θεραπείας και τής πρόληψης τών μηχανικών κακώσεων και, ειδικότερα, τών τραυμάτων 2. πραγματεία σχετική με τα τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatology < τραύμα … Dictionary of Greek
τραυματολογικός — ή, ό, Ν [τραυματολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραυματολογία … Dictionary of Greek
Traumatologie — Ärzte, die einen Trauma Patienten behandeln, Aufnahme März 2003 Die Traumatologie (griechisch τραυματολογία, trawmatolojía die Wundenkunde) ist die Wissenschaft von den Verletzungen und Wunden sowie deren Entstehung und Therapie. Sie setzt sich… … Deutsch Wikipedia
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
τραυματολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την τραυματολογία: Τραυματολογικό μάθημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)